Λαμόγιο (κλικ –>εδώ)
λαμόγιο < Η λέξη λαμόγια προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος). Τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε, δήθεν φοβισμένος «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο δεν τήρουσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του).
λαμόγιο ουδέτερο και λαμόγιας αρσενικό
- (κακόσημο) που υποκρίνεται τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλου· που επωφελείται εξαπατώντας κι έπειτα αποχωρεί. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά.
Εκφράσεις
- την κάνω λαμόγιο: εξαπατώ κάποιον και εξαφανίζομαι
Συνώνυμα
- αβανταδόρος
- απατεώνας
- καιροσκόπος
Φέρτε πίσω τα λεφτά!!!