Ο βασιλιάς του τρακ

 

«…Τυπικά ο επιφανής πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι άλλος, και όχι ο Μπίλυ. Άλλος στέφεται βασιλιάς στη ροή της πλοκής. Άλλος δίνει τον τίτλο στο βιβλίο αυτό, και όχι δίχως λόγο. Κατά βάθος όμως, και παρότι ο ρόλος του παραμένει από την αρχή ως το τέλος διακριτικός – κομπάρσος θα έλεγε κανείς, κάνοντας μέγα λάθος – μέσα στην καρδιά μου αυτό το βιβλίο είναι το λαγούμι του Μπίλυ. Που είναι έντιμος, παράξενος, αυστηρός, με ασυνήθιστα ερωτικά γούστα, δύστροπο χαρακτήρα και μια γοητεία σατανική. Μέσα σε αυτό και μέσα από αυτό το λαγούμι του μιλά, σιωπά, αγαπά, μισεί και κινεί τα νήματα, παραιτείται ή επιμένει. Πολεμά. Κυριαρχεί καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της παράδοξης διήγησης ως κεντρική (έμμονη) ιδέα. Ζει στη σκιά, έχει όμως τον τρόπο να λάμπει σαν να τον φώτιζαν δεκατρία φεγγάρια.

Ποιος είπε πως ένας συγγραφέας που γεννά ήρωες δεν έχει τις προτιμήσεις του; Πως δεν μπορεί να αγαπά κάποιον περισσότερο από τους άλλους, παρότι σίγουρα τους νοιάζεται όλους εξίσου πολύ; Νομίζω πως στο βιβλίο διακρίσεις δεν έκανα. Ο Μπίλυ περιγράφεται όπως όλοι οι άλλοι χαρακτήρες. Στη συγκίνησή μου και στην τρυφερότητά μου όμως, είναι βέβαιο, η αδυναμία μου είναι αυτός.

Ο Βασιλιάς του τρακ κάθισε στα ράφια των βιβλιοπωλείων αναπαυτικά, και θα περιμένει παρέα. Χέρια να τον αγγίξουν, μάτια να τον δουν και στομάχια για να τα δέσει με τους όμορφους, περίτεχνους κόμπους του. Σαν μια πολύχρωμη φωτογραφία του Αράκι.

Ο Βασιλιάς του τρακ είναι το πιο τρυφερό βιβλίο μου. Τους ήρωές μου τους αγαπάω πολύ. Τον Μπίλυ τον λατρεύω. Αυτό όμως είναι μυστικό, γι’ αυτό και σας παρακαλώ να μην το πείτε πάρα έξω…»

Μαρία Πετρίτση

trak

«Απόσπασμα από το βιβλίο «ο βασιλιάς του τρακ» (εκδ. Κέδρος), της Μαρίας Πετρίτση».

[…]

Πριν λίγο καιρό γνώρισα στο διαδίκτυο μια κοπέλα που τη χτυπάει ο γκόμενός της. Foxy_lady το ψευδώνυμό της, τριανταένα η δεδηλωμένη ηλικία της. Μπορεί στην πραγματικότητα να είναι είκοσι ή σαρανταπέντε, το ίδιο κάνει. Στο ίντερνετ τα πάντα είναι σχετικά. Εμένα με γνωρίζει ως Μπίλυ. Ακόμα και εκεί μέσα χρησιμοποιώ το πραγματικό μου όνομα. Χωρίς περαιτέρω στοιχεία, εννοείται.

«Έχω σοβαρό δεσμό με κάποιον, μπορώ όμως να παίξω μαζί σου ένα αθώο παιχνιδάκι ίσα για να περάσει η ώρα» ήταν η πρώτη της κουβέντα με το που την καλησπέρισα.

Την ρώτησα τι και πώς και μου εξήγησε. Ήταν μαζί του τρία χρόνια. Είπε πως τον αγαπούσε πολύ παρόλο που την κακομεταχειριζόταν και ήξερε πως δεν ήταν αυτό που λέμε άντρας για σπίτι – αυτά ήταν τα λόγια της – άρα μαζί του προφανώς δεν υπήρχε μέλλον. Παρόλα αυτά επέμενε να μιλάει για «σοβαρό δεσμό».

«Μπουνιά και συχώριο ο Σελίμ. Πολύ άγριος», μου είπε και γέλασε μόνη της γράφοντας το γέλιο της. «Χαχαχα».

Θυμήθηκα το στίχο της Σύλβια Πλαθ, όπου λέει πως «κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα» και σκέφτηκα πως από κάτι τέτοιες σχιζοφρενικές συμπεριφορές βουλιάζει στην κόλαση ο κόσμος. Όχι πως θεωρούσα εαυτόν άγιο, όμως η άκομψη υπερβολή της γκόμενας και η περήφανη δήλωση της αρρωστημένης αδυναμίας της με χτύπησαν με δυσάρεστο τρόπο.

Παρόλα αυτά συνέχισα. Της ζήτησα να ανοίξει την κάμερα για να δω πώς ήταν. Η πρώτη εικόνα ήταν ένα αναπάντεχο ζουμ στο πρόσωπό της. Είδα πως ανάμεσα στα δύο μπροστινά της δόντια υπήρχε λίγη τερηδόνα. Είχε ξανθά μαλλιά και πολύ αδύνατα μπράτσα. Μετά σηκώθηκε και έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο για να την δω καλύτερα. Τα πόδια της μου θύμισαν κάτι σκελετούς που είχα δει παλιότερα σε φωτογραφίες ομαδικών τάφων. Φορούσε ένα αμάνικο φανελάκι κι ένα σορτς. Πού και πού κάποιος μώλωπας διέκοπτε την ασπρίλα του δέρματός της.

Ανατρίχιασα.

«Παλιά με χτυπούσαν οι δικοί μου», παραδέχτηκε κοιτώντας ένα πλαστικό χελιδόνι κρεμασμένο από το ταβάνι με ένα ελατήριο, που απ’ ό, τι διέκρινα καθώς γύρισε την κάμερα κρεμόταν λίγο πιο κει από το πρόσωπό της.

Στα μάτια της διέκρινα την ανεμελιά του ηλίθιου ανθρώπου. Ή ενός καλού παιδιού.

«Ο αδελφός μου ήταν μεγάλος καργιόλης. Κλώτσαγε σκυλιά και μετά τα βίαζε με το σκουπόξυλο. Τώρα είναι μπάτσος. Όμως πάνε, πέρασαν αυτά, δεν έχω μνήμη», χασκογέλασε.

Συνεχίσαμε να μιλάμε για μερικές μέρες. Πολύ σύντομα της ζήτησα να με συναντήσει.  Παρόλο που αυτό είναι κάτι που αποφεύγω, αυτή η γυναίκα είχε κάτι που μου κινούσε την περιέργεια. Όχι τόσο σε ερωτικό επίπεδο, όσο σε μεταφυσικό.

Προς μεγάλη μου έκπληξη δέχτηκε αμέσως. Δεν παρέλειψε να μου υπενθυμίσει πως στη σχέση της με τον Σελίμ ήταν μονογαμική και πως θα ερχόταν να με δει μόνο για λίγη παρέα.

Την πρώτη φορά συναντηθήκαμε στα Εξάρχεια, στην άκρη της πλατείας. Ήταν βράδυ, Σάββατο νομίζω. Την επόμενη μέρα, είπε, είχε ρεπό. Παρέλειψε να μου πει τι δουλειά έκανε και δεν επέμεινα για λεπτομέρειες. Δεν με ενδιέφεραν εξάλλου.

Λίγο πιο κάτω από το σημείο του ραντεβού μας τα τζάνκια είχαν στήσει χορό. Στην αρχή είχε συννεφιά και έκανε ζέστη, μετά όμως, πάνω από το κεφάλι μας φάνηκε ένα ξινό φεγγάρι που δρόσισε κάπως τον ουρανό. Το θυμάμαι καθαρά.

Οι πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο. Χαιρετηθήκαμε και καθίσαμε σε ένα πεζούλι. Βρώμικο, αλλά δεν φάνηκε να το παρατηρεί. Κοιτάζαμε την πλατεία και παρατηρούσαμε τους περαστικούς.

«Σε λίγο θα δούμε αστέρια», ψιθύρισα ίσα για να ψιθυρίσω μετά από λίγο, βλέποντας πως ήταν λιγομίλητη. «Και μετά θα πάμε να ρημάξουμε ένα περίπτερο, θα κλέψουμε τσιγάρα και μπίρες και θα καθίσουμε κάτω από το άγαλμα με τους τρεις αγγέλους, θες;», συνέχισα επειδή η σιωπή της με είχε εμπνεύσει.

Πάντα με εμπνέει η σιωπή.

«Προτιμώ μια σοκολάτα», απάντησε μετά από ώρα και άρχισε να παίζει με μια τούφα από τα μαλλιά της. «Ο Σελίμ δε μ’ αφήνει να τρώω σοκολάτες αλλά με γεμίζει αγάπες», τραγούδησε εφιαλτικά. «Γαμιέσαι Σελίμ, καύλα και όργιο, μπουνιά και συχώριο».

Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν εντελώς σαλεμένη. Την έπιασα από το χέρι και την τράβηξα. Αρχίσαμε να περπατάμε άσκοπα μέσα στη νύχτα. Ανεβήκαμε ως του Στρέφη και καθίσαμε να χαζέψουμε τη θέα. Μετά από λίγο μου είπε πως είχε κουραστεί και με ρώτησε αν ήθελα να πάμε κάπου. Της πρότεινα να πάμε σπίτι μου,  διαβεβαιώνοντάς την πως δεν σκεφτόμουν κάτι περισσότερο, εφόσον μου είχε ξεκαθαρίσει πως ήταν μονογαμική με τον Σελίμ. Εκείνη την ώρα πρέπει να φαινόταν πως όντως δεν είχα διάθεση για πρόστυχα παιχνίδια. Δέχτηκε.

Θυμήθηκε ότι στο σπίτι τα ρούχα ήταν άπλυτα στο μπάνιο και ο νεροχύτης μες τη μπίχλα. Δεν με ένοιαζε όμως. Ανεβήκαμε τα σκαλιά κυνηγώντας ο ένας τον άλλο. Κάθε φορά που την κοίταζα η τερηδόνα της μου έφερνε λίγο εμετό. Παρόλα αυτά η κοπέλα με έκανε να νιώθω πως άξιζε πολλή αγάπη, την οποία είχε στερηθεί ολοσχερώς και την οποία αδυνατούσα φυσικά να της προσφέρω.

«Η αγάπη είναι εμετική μερικές φορές, όμως όλοι την αποζητάμε», σκέφτηκα κοιτώντας τον κώλο της καθώς ανέβαινε μπροστά μου.

Μπήκαμε στο σπίτι μου και καθίσαμε στην πολυθρόνα, στριμωχτά. Της πρόσφερα ουίσκι, το δέχτηκε πρόθυμα. Πίναμε και οι δυο από το μπουκάλι χωρίς να σιχαινόμαστε. Μου είπε πως είχε ένα σχέδιο και πως αν όλα πήγαιναν σκατά ήθελε να πεθάνει καλοκαίρι. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε και ούτε με ένοιαξε να ρωτήσω. Η ασάφεια μεταξύ αγνώστων δεν με ενόχλησε ποτέ.

Περάσαμε τη νύχτα στην πολυθρόνα, χωρίς πολλά λόγια και μουσικές. Στα μουγκά. Κάθε τόσο έσκυβε δίπλα μου και μου χαμογελούσε από τόσο κοντά που νόμιζα πως η τερηδόνα έβγαζε χεράκι και με χαιρετούσε.

Μετά μου είπε για το Σελίμ και τους φίλους του, που γαμιόντουσαν μεταξύ τους και μερικές φορές, παλιά, την έβαζαν κι αυτή στο κόλπο με το ζόρι. Πρόσθεσε πως τον τελευταίο καιρό ο Σελίμ δεν είχε όρεξη για κείνη και πως όταν γύριζε τις νύχτες στο σπίτι βρωμοκοπούσε ξένο άρωμα και αυτό την πλήγωνε πολύ.

Έπειτα έβγαλε από την τσέπη της ένα πακέτο τσιγάρα και με κέρασε ένα. Ήταν πολύ δυνατό. Το χρώμα του καπνού μου θύμισε την τερηδόνα. Το ρούφηξα λαίμαργα και ακούμπησα στον ώμο της χαλαρά. Σαν σκιά.

Παρόλη την νεκρική αδυναμία της, η κοπέλα φρόντιζε πολύ το δέρμα της. Φαινόταν. Με ενυδατικές, κρέμες ημέρας, νυκτός, απολέπισης, αντιγηραντικές, φαντάστηκα. Υποψιαζόμουν πως η προσήλωσή της στην επιδερμίδα της ήταν δογματική. Έτσι έκανε και η Οφηλία, εξάλλου. Της το είπα.

«Μερικές φορές αυτό ανησυχεί κάπως τους γύρω μου, που στα χρόνια με κάνουν τουλάχιστον μείον τριάντα τοις εκατό απ’ όσο είμαι», μου είπε κακαρίζοντας.

Εκείνο το βράδυ, πέρα από την τερηδόνα της, με είχε εντυπωσιάσει και η λάμψη του δέρματός της που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε άλλο είδος πέραν του ανθρώπινου. Παρατήρησα βέβαια πως όσο περνούσε η ώρα τα μάτια της ήταν κάπως θαμπά. Σαν να τα είχε σκεπάσει εσωτερικά με πλαστικές μεμβράνες που κάλυπταν εντελώς τους βολβούς τους. Αναρωτήθηκα αν ήταν όντως γήινη, αλλά δεν το συνέχισα μιας και κάτι τέτοια ερωτήματα με απασχολούν για όλους τους ανθρώπους που βλέπω γύρω μου. Ενίοτε και για τον εαυτό μου.

«Έτσι αυτοπροστατεύομαι», μου εξήγησε χωρίς να την ρωτήσω. «Το δέρμα μου μπορώ να το καλύψω με αντηλιακό, τα μάτια όμως παραμένουν εκτεθειμένα. Τη νύχτα φοράω φακούς επαφής. Πολύ του αρέσει του Σελίμ να αλλάζω χρώμα στα μάτια. Το πρωί κυκλοφορώ πάντα με γυαλιά ηλίου για να μην περάσει κάτι προς τα μέσα».

Δεν σχολίασα. Κάτι πάνω της μου άρεσε υπερβολικά πολύ για να αρχίσω κιόλας να την κρίνω και από την άλλη μου έβγαζε έναν ενδόμυχο οίκτο που μου φαινόταν πια αδικαιολόγητος. Αναρωτήθηκα μόνο πώς στο καλό κατάφερνε να βλέπει καθαρά, και αν όντως κατάφερνε κάτι τέτοιο, ήξερα όμως πως η περιέργεια σκότωσε τη γάτα κι έτσι σιώπησα.
Ήπιαμε λίγο ακόμα ουίσκι και μετά γείραμε ο ένας στον ώμο του άλλου. Κατά τα χαράματα τινάχτηκε έντρομη, μάζεψε την τσάντα της και έφυγε τρέχοντας χωρίς να με χαιρετίσει.

Το μεσημέρι που ξύπνησα πιασμένος, βρήκα ένα σχισμένο χαρτάκι με το τηλέφωνό της δίπλα στον υπολογιστή.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά η γυναίκα αυτή μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Δεν ήταν σαν τις γυναίκες που μιλάω συνήθως στο διαδίκτυο. Δεν είχε κάτι από την Οφηλία, τη Θέκλα, τη Μιράντα. Ούτε από τις ξεπέτες της μιας βραδιάς που με διασκέδαζαν τις δύσκολες νύχτες με λίγο πιξελοσέξ και τα γνωστά καυλωτικά λογάκια. Ήταν αθώα και ταυτόχρονα βουτηγμένη ως το λαιμό σε μια διεστραμμένη ενοχή που φαινόταν να μην συνειδητοποιεί καν.

Της τηλεφώνησα μετά από δυο μέρες και με κάλεσε στο σπίτι της για ένα ποτό. Εκεί κατάλαβα πως η ιστορία αποκτούσε ένα νέο ενδιαφέρον.

[…]

 

One comment on “Ο βασιλιάς του τρακ

  1. Παράθεμα: Ο Σελίμ είναι όργιο, μπουνιά και συχώριο | Thethreewishes's Weblog

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s